ακαδημαϊκός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκαδημαϊκός, -ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία
φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές»
2. ως ουσ. εταίρος, μέλος της Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πανεπιστήμιο ή άλλες Ανώτατες Σχολές
φρ. «ακαδημαϊκό έτος», η περίοδος κατά την οποία διαρκούν οι παραδόσεις και οι εξετάσεις
«ακαδημαϊκός πολίτης», ο φοιτητής
«ακαδημαϊκός όρκος», ο όρκος τών πτυχιούχων και τών διδακτόρων κατά την αναγόρευσή τους
4. όποιος ακολουθεί πιστά κανόνες της τέχνης που θεωρούνται καθιερωμένοι ή κλασικοί
«ακαδημαϊκό ύφος», «ακαδημαϊκός ζωγράφος»
5. εκείνος που εξετάζει κάτι εντελώς θεωρητικά και με γενικότητες, χωρίς να εξυπηρετεί πρακτικούς σκοπούς
«ακαδημαϊκή συζήτηση», «μιλάμε ακαδημαϊκά»
αρχ.
αυτός που ανήκει στην Ακαδημία του Πλάτωνος, ο πλατωνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀκαδημία.
ΠΑΡ. ακαδημαϊκότητα].