ἡμιστάτηρον, τὸ (Α)μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατον-στάτηρον, πεντηκοντα-στάτηρον].