και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)αυτός που έχει το σχήμα του ήλιουνεοελλ.-μσν.ωραίος σαν τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].