ηλιόμορφος

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα του ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιόμορφος, πολύμορφος].