ηλιόλουστος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λιόλουστος, -η, -ο
αυτός που λούζεται από τον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ευήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + λουστός (< λούζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].