ζευγοτρόφος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

German (Pape)

[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.

Greek Monolingual

ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].