ζευγοτρόφος
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ον, keeping a yoke of beasts, IG2². 1576.73 (iv BC), Plu. Per. 12.
German (Pape)
[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευγοτρόφος -ον [ζεῦγος, τρέφω] verzorger van trekossen. Plut. Per. 12.6.
Russian (Dvoretsky)
ζευγοτρόφος: (со)держащий пару упряжных животных Plut.
Greek Monolingual
ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, κτηνοτρόφος].
Greek Monotonic
ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.