ζωογραφία

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ζωογραφία) ζωογράφος
νεοελλ.
1. η απεικόνιση ζώων
2. ζωολ. το τμήμα της ζωολογίας που ασχολείται με την περιγραφή τών ζώων
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγραφιά.