επικαίω

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α)
1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό
2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω
3. καίω την κορυφή
4. καυτηριάζω
5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιάἐπικαίω ἵππον»).