θυμολευστῶ (Μ)λιθοβολώ οργισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -λευστώ (< λευστήρ «αυτός που λιθοβολεί» < λεύω «λιθοβολώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].