(I)ὁ, Α1. καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτό χνούδι2. στον πληθ. oἱ τίλοιοι λεπτές τρίχες τών φρυδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].