θητεῖον

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

τό,= μίσθωμα, Μυστάκου θ., title of play by Sopatros, Ath.4.175c, al. (θητίον codd.).

Greek Monolingual

θητεῑον, τὸ (Α) θητεύω
1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας
2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» — τίτλος έργου του κωμικού Σωπάτρου.