ιζηματογενής

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
γεωλ.
1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση
2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» — τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων λεκανών και είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης προϋπαρχόντων πετρωμάτων, της δράσης τών ζωντανών οργανισμών καθώς και τών φυσικών, χημικών και φυσικοχημικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentaire < sediment «ίζημα». Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Κ. Χρηστομάνο].