ηη καταβίβαση πλοίου στη θάλασσα, το τράβηγμα ενός νέου ή επισκευασμένου πλοίου από τις εσχάρες του ναυπηγείου προς τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθελκύω. Η λ., στον λόγιο τ. καθέλκυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].