καταβίβαση
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek Monolingual
η (AM καταβίβασις) καταβιβάζω
καταβιβασμός, κατέβασμα, χαμήλωμα
αρχ.
(ειδ.) η μεταφορά του τόνου μιας λέξεως προς το τέλος, προς τη λήγουσα.