ισάζω

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω)
βλ. σιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση του ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση του προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι- (πρβλ. ()γούμενος, ()βρίζω, ()ψηλός κ.ά.].