ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω)
βλ. σιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση του ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση του προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι- (πρβλ. (ἡ)γούμενος, (ὑ)βρίζω, (ὑ)ψηλός κ.ά.].