ἰσόπτωτος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον, (πτῶσις)

   A with like cases, A.D.Pron.90.6.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichlautende Casus habend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπτωτος: -ον, (πτῶσις) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β.

Greek Monolingual

ἰσόπτωτος, -ον (Α)
(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό-πτωτος, μονό-πτωτος].