ισοσύλλαβος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσοσύλλαβος, -ον)
(για λέξεις ή στίχους) αυτός που έχει ισάριθμες συλλαβές με κάποιον άλλο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ισοσύλλαβα
τα ονόματα που έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις.
επίρρ...
ισοσυλλάβως και ισοσύλλαβα (Α ἰσοσυλλάβως)
με ίσο αριθμό συλλαβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. περιττοσύλλαβος, πολυσύλλαβος].