ισόγειος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκό-γειος, μελανό-γειος].