κακοπιστία

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Treulosigkeit, Sp.

Greek Monolingual

η (AM κακοπιστία) κακόπιστος
η ιδιότητα του κακόπιστου, έλλειψη καλής πίστεως, ειλικρίνειας, έλλειψη εμπιστοσύνης, δολιότητα
νεοελλ.
κακόπιστη πράξη, κακής πίστεως ενέργεια.