ιχνογράφος
Greek Monolingual
ὁ
αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία, αυτός που ιχνογραφεί, σχεδιαστής, σκιτσογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].
ὁ
αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία, αυτός που ιχνογραφεί, σχεδιαστής, σκιτσογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].