ιχνογραφία
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Greek Monolingual
ἡ (Α ἰχνογραφία) ιχνογράφος
παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα
νεοελλ.
1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία
2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης.