σκιτσογράφος

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί σκίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίτσο + -γράφος].