ὁ,
A renewed execution, συναλλάξεως POxy.1644.19 (i B. C.).
καινοχωρισμός, ὁ (Α)πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)].