ἐνηείη

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ἡ,

   A kindness, gentleness, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος . . μνησάσθω Il.17.670, cf. Opp.H.5.519.

German (Pape)

[Seite 840] ἡ, das Wohlwollen, die Milde; Il. 17, 670; Opp. H. 5, 519; VLL. πρᾳότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηείη: ἡ, (ἐνηὴς) πραότης, προσήνεια, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος... μνησάσθω Ἰλ. Ρ. 670, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5 519.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion.
bonne volonté, douceur.
Étymologie: ἐνηής.

English (Autenrieth)

(ἐνηής): gentleness, amiability, Il. 17.670†.

Greek Monolingual

ἐνηείη, η (Α) ενηής
πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.).