αγαθότητα

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγαθότης) ἀγαθός
καλοσύνη
νεοελλ.
υπερβολική καλοσύνη που φτάνει μέχρι βλακείας, αφέλεια
αρχ.
«ἡ σὴ ἀγαθότης», ως προσφών. σεβασμού.