καλλιαρχώ

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

καλλιαρχῶ, -έω (Α)
είμαι πρόεδρος του δικαστηρίου κάλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανον-αρχώ, ναυ-αρχώ).