καλλιαρχῶ, -έω (Α)είμαι πρόεδρος του δικαστηρίου κάλλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανον-αρχώ, ναυ-αρχώ).