ιατός

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].