κάταντα

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

Adv.

   A downhill, πολλὰ δ' ἄναντα κ. πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.

English (Autenrieth)

(κατάντης): adv., downhill, Il. 23.116†.

Greek Monolingual

κάταντα (Α)
επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον» — πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].