παράμερα

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

επίρρ. τοπ.
1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.)
2. σε απόμερο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α)- + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»].