παράμερα

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

επίρρ. τοπ.
1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.)
2. σε απόμερο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α)- + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»].