[Seite 1376] ἡ, der Mastbaum, auch κατάρτιον, τό, erst Sp., wie Artemid. 2, 12 u. öfter.
κατάρτιος, ἡ (Α)το κατάρτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρτιος > ἄρτι «μόλις»].