κατάρτιος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, der Mastbaum, auch κατάρτιον, τό, erst Sp., wie Artemid. 2, 12 u. öfter.

Greek Monolingual

κατάρτιος, ἡ (Α)
το κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρτιος > ἄρτι «μόλις»].