κατάρτιος

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτιος Medium diacritics: κατάρτιος Low diacritics: κατάρτιος Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΟΣ
Transliteration A: katártios Transliteration B: katartios Transliteration C: katartios Beta Code: kata/rtios

English (LSJ)

ἡ, = τὸ κατάρτιον

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, der Mastbaum, auch κατάρτιον, τό, erst Sp., wie Artemid. 2, 12 u. öfter.

Greek Monolingual

κατάρτιος, ἡ (Α)
το κατάρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρτιος > ἄρτι «μόλις»].