κατακοκκινίζω

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κατακόκκινος
1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό
2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα.