καπόνι

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ καπόνιν)
ευνουχισμένος πετεινός
νεοελλ.
ναυτ. εξάρτημα του πλοίου που χρησιμεύει για ανάρτηση και στήριξη αντικειμένων, η επωτίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappone (< λατ. capo)].