καπνοκαύστης

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual


συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η συμπληρωματική καύση τών άκαυστων σωματιδίων που περιέχει ο καπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + καύστης (< καίω)].