[Seite 1321] ίδος, ἡ, dim. zum Folgdn, Hesych. erkl. ὀνίς, w. m. s.
κανθίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ὄνου, «ὀνίς» Ἡσύχ.
κανθίς, -ίδος, ἡ (Α)κοπριά όνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ- (κάνθ-ων, κανθ-ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους].