κανθίς
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, ass's dung, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1321] ίδος, ἡ, dim. zum Folgdn, Hesych. erkl. ὀνίς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κανθίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ὄνου, «ὀνίς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κανθίς, -ίδος, ἡ (Α)
κοπριά όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ- (κάνθ-ων, κανθ-ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους].