καπηλικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a κάπηλος, ζυγόν Dinol. 2 (fort. καπανικόν) ; ἀργύρωμα IG11(2).110 (Delos, iii B.C.), cf. 111; mercenary, ἦθος M.Ant.4.28; σοφιστής Poll.4.48; ἡ -ική (sc. τέχνη), = καπηλεία, Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1257a18: καπηλικόν, τό, campfollowers, sutlers of an army, Arr.Tact.2.1; but also, tax on retailtraders, BGU1237 (iii/ii B.C.). 2 like a petty trader, knavish, cozening, κ. μέτρα φιλεῦσα AP9.229 (Marc. Arg.); ὕθλος Porph.Chr. 49. Adv. -κῶς, ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.Pl.1063; τὰ πράγματα κ. διανέμων Plu.2.369c; in a mercenary spirit, Gal.14.216: Comp. -ώτερον Numen. ap. Eus.PE14.8.
German (Pape)
[Seite 1322] zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); ζυγόν Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προσαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. τέχνη, wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσθαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.
Greek (Liddell-Scott)
καπηλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάπηλον, Δεινόλοχος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 117· μισθωτός, σοφιστής ὁ αὐτ. 4. 48: - ἡ καπηλικὴ (δηλ. τέχνη) = καπηλεία, Πλατ. Σοφιστ. 223D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 4. 2) ὅμοιος πρὸς μικρέμπορον, πανοῦργος, δόλιος, καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα Ἀνθ. Π. 9. 229: - Ἐπίρρ., καπηλικῶς ἔχει, «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθιωμένως ἔχει καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην», ἐπὶ γραίας ἐψιμυθιωμένης, (Σχολ), Ἀριστοφ. Πλ. 1063. Συγκρ. -ώτερον, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 739Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les petits marchands, le petit négoce.
Étymologie: κάπηλος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καπηλικός, -ή, -όν) κάπηλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής
2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη)
η καπηλεία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν
α) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατό
β) φόρος που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις.
επίρρ...
καπηλικώς (Α καπηλικῶς)
με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», Πλούτ.)
νεοελλ.
βάναυσα, χυδαία
αρχ.
πλαστά, με νοθεία.