καταγεώτης

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A grave-digger, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεώτης: -ου, ὁ, νεκροθάπτης, «καταγεῶται· οἱ θάπτοντες τοὺς τελευτῶντας, οἰκοῦσι δὲ ἔξω τῶν πόλεων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καταγεώτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) ο νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατά-γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. του κατά-γειος (πρβλ. λεπτό-γεως, μεσό-γεως)].