αμάρτυρος

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμάρτυρος, -ον) μάρτυς
αυτός που δεν αποδεικνύεται με μαρτυρίες, ο δίχως μάρτυρες ή μαρτυρίες
νεοελλ.
λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά.