δουλώνω

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM δουλῶ, -όω)
υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω
μσν.- νεοελλ.
(για ακίνητα) υποθηκεύω
νεοελλ.
κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή
μσν.
1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα
2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον
αρχ.
καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω.