ευχαρίστηση
Greek Monolingual
η (Μ εὐχαρίστησις και εὐχαρίστηση) ευχαριστώ
1. η πνευματική ή συναισθηματική ικανοποίηση, η ευχάριστη ψυχική κατάσταση («δεν βρίσκω στη ζωή καμιά ευχαρίστηση»)
2. φρ. (α. «εάν έχετε την ευχαρίστηση» — παρακαλώ, αν θέλετε...
β. «λάβετε την ευχαρίστηση» — παρακαλώ να...
μσν.
ευχαριστία.