βαθύπεδο

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
2. πεδιάδα που βρίσκεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή και χαμηλότερα απ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πέδον.