καταρράσσω

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

Att. καταρράττω,

   A v.l. for καταράσσω (q. v.) Ph.2.98, etc.; ἐκτραχηλίζειν καὶ καταρράττειν Id.1.676; ἐπάρας κατέρραξάς με LXX Ps.101(102).10; cf. καταρρήσσω (B).    II = καταρρήγνυμι 11.4, Ael. NA3.18(s. v.l.).

French (Bailly abrégé)

ao. κατέρραξα;
c. καταρρήγνυμι.
Étymologie: κατά, ῥάσσω.

Greek Monolingual

καταρράσσω, αττ. τ. καταρράττω, ιων. τ. καταρρήσσω (Α)
1. ορμώ δυνατά και βίαια
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερραγμένος, -η, -ον
απογοητευμένος, συντετριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥάσσω «ορμώ, κλονίζω» (βλ. και κατ-αράσσω)].