ἐνδότατος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 835] superl., u. ἐνδότερος, compar. zu ἔνδον, innerer, weiter nach innen, nur Sp., wie Hdn. 6, 8, 1. Häufiger im adv., ἐνδοτέρω, ἐνδοτάτω, Sp.; ἐκεῖνον ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσηγάγετο, verband ihn sich enger, Plut. Arat. 43; συστέλλειν ἑαυτόν, sich mehr einschränken, Cat. mai. 5; ἐνδοτάτω στάς Luc. Amor. 16. – Vom Buche, weiter unten, D. L. 10, 43; vgl. Lob. zu Phryn. p. 11.

Spanish (DGE)

-η, -ον
adj. sup. sobre el adv. ἔνδον
1 más interior, recóndito τὰ σπλάγχνα Eus.VC 1.57.2, τὸ ἄδυτον τοῦ ἱεροῦ καὶ ἐνδότατον Gr.Nyss.Or.Dom.32.15, cf. Hsch.μ 2008, fig. τοῖς ἐνδοτάτοις καὶ νοητοῖς τῆς καρδίας ταμείοις Ath.Al.M.27.193B.
2 ref. una parte del subst. al que acompaña la parte más interior de Ἀρμενία Iust.Nou.31.1 praef., fig. ὁ φωτισμὸς τοῦ ἐνδοτάτου ἀνθρώπου Callinic.Mon.V.Hyp.48.25
subst. τὰ ἐνδότατα las partes o zonas más interiores τὰ ἐνδότατα τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς Agath.2.18.7, τῆς πολεμίας Agath.5.1.4, cf. Eus.M.23.1241A, fig. πνεῦμα ἅγιον ἐν τοῖς ἐνδοτάτοις τῆς ψυχῆς εἰσέρχηται Cyr.H.Catech.17.14, cf. Chrys.Iob 4.18, M.55.95.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐνδότατος, -η, -ον)
αυτός που βρίσκεται όλως διόλου στο εσωτερικό, ο εσώτατος («ἐνδοτάτη Ἀρμενία»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότατα
1. το εσώτατο μέρος («στα ενδότατα της ψυχής μου»)
2. οι περιοχές μιας χώρας που απέχουν πάρα πολύ από τη θάλασσα, αυτές που βρίσκονται στο εσωτερικό της χώρας, στα βάθη της χώρας.