καπέλα

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
καπέλα ἡ (Μ)
βλ. καππέλλα.———————— (II)
φρ. μουσ. «α καπέλα» — η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»].