Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(-ίδος), η (Α ἀμπελίς)1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή].