οδάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ώνας (< αρχ. κατάλ. -ών), πρβλ. αμπελ-ώνας, ελαι-ώνας].