μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
οδάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ώνας (< αρχ. κατάλ. -ών), πρβλ. αμπελώνας, ελαιώνας].